- ἀοίκητον
- ἀοίκητοςuninhabitedmasc/fem acc sgἀοίκητοςuninhabitedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αοίκητον — Όρμος, απόμερο και ακατοίκητο λιμανάκι. Ο όρος κυρίως αναφέρεται σε μικρά λιμανάκια όπου μπορούν να βρουν καταφύγιο βάρκες και μικρά καράβια … Dictionary of Greek
SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria … Hofmann J. Lexicon universale
αοίκητος — ἀοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος 2. μη κατοικήσιμος 3. άστεγος, ξεσπιτωμένος 4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του … Dictionary of Greek